πράκος

πράκος
ὁ, Α
(στους Δελφούς) αυτός που καταδικάζεται σε χρηματικό πρόστιμο το οποίο και οφείλει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. πρακ- τού ρ. πράττω (πρβλ. και τους τ. πρακτίμιος, πράκτιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πρακός — Πράξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτίμιος — και πράκτιμος, ον, Α πρᾱκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρᾶκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”